λιμοῦ

λιμοῦ
λῑμοῦ , λιμός
Fr.anon.
masc/fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λιμοῦ — Λιμός Fr.anon. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гладъ — ГЛАД|Ъ (261), А с. 1. Голод, чувство голода, голодание: бол˫аринъ… обрете островъ средѣ мор˫а. и тѹ въселис˫а въ ньмь поживе лѣта многа. трьпѩ зимѹ и гладъ ЖФП XII, 35б; ѥго ѡставиша жажею и гладомь истаити. (τῷ λιμῷ) ЖФСт XII, 131; мольбамъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Minuscule 470 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 470 Text Gospels Date 11th century Script Greek …   Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 …   Deutsch Wikipedia

  • вънити — (921), ВЪНИД|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: Въходѩште же въ цр҃квь… тако вънидѣмъ. (εἰσέλθωμεν) Изб 1076, 263; и се въниде икономъ ЖФП XII, 44г; въниде ѥдинъ въ кѥлию. (εἴσεισι) ЖФСт XII, 165 об.; и како въ мою полатѹ въниде. ЧудН XII, 67в; аристарха… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη της Νύκτας και μητέρα του Πόνου, της Λήθης, του Λιμού, του Όρκου και γενικά κάθε κακού και συμφοράς. Κατά τον Όμηρο, ήταν αδελφή και συνοδός του Άρη. Όταν πατούσε στη Γη, είχε τη δύναμη vα αυξάνεται… …   Dictionary of Greek

  • κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”